εντέρινος

εντέρινος
ίνη , ον сделанный из кишки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εντέρινος" в других словарях:

  • εντέρινος — η, ο (Α ἐντέρινος, η, ον) κατασκευασμένος από έντερα («αἱ χορδαὶ ἐντέριναι ἦσαν») …   Dictionary of Greek

  • εντέρινος — η, ο 1. ο κατασκευασμένος από έντερο. 2. εντερικός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐντέριναι — ἐντέρινος made of gut fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»